- πλείμμα
- τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. πλῆσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλήμα — και πλείμμα, ατος, τὸ, Α βλ. πλήσμα … Dictionary of Greek
πλήσμα — και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῑμμα, τὸ, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα 2. (για ζώα) γκάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ τού πίμ πλη μι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη (πρβλ. πλή μη / πλή σμη)] … Dictionary of Greek